Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgallinàccio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [galliˈnatʧo] 1 γάλος 2 διάνος 3 μανιτάρι cantharellus cibarius permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |