Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgallonàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [galloˈnato] γαλονάς υπαξιωματικός gallonàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [galloˈnato] 1 που φέρει γαλόνια 2 στολισμένος με πλεξούδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |