Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


galoppàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [galopˈpata]

1 μόχθος
2 σκληρή δουλειά
3 καλπασμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  galoppare galoppatoio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gallone (ουσ αρσ )
gallozzola (θηλ.ουσ)
galoche (θηλ.ουσ)
galoppante (επίθ.)
galoppare (ρ.αμτβ.)
galoppata (θηλ.ουσ)
galoppatoio (ουσ αρσ )
galoppatore (ουσ αρσ )
galoppino (ουσ αρσ )
galoppo (ουσ αρσ )
galvanico (επίθ.)
galvanismo (ουσ αρσ )
galvanizzare (ρ. μτβ.)
galvanizzazione (θηλ.ουσ)
galvanocaustica (θηλ.ουσ)
galvanocauterio (ουσ αρσ )
galvanometria (θηλ.ουσ)
galvanometrico (επίθ.)
galvanometro (ουσ αρσ )
galvanoplastica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---