Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgalòppo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [gaˈlɔppo] ο καλπασμός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαandare al galoppo = καλπάζω Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |