Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


galvanostegìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [galvanosteˈʤia]

επιμετάλλωση δια γαλβανισμού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  galvanoscopio galvanostegista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

galvanometrico (επίθ.)
galvanometro (ουσ αρσ )
galvanoplastica (θηλ.ουσ)
galvanoplastico (επίθ.)
galvanoscopio (ουσ αρσ )
galvanostegia (θηλ.ουσ)
galvanostegista (ουσ αρσ και θηλ.)
galvanotipia (θηλ.ουσ)
galvanotipista (ουσ αρσ και θηλ.)
gamba (θηλ.ουσ)
gambacorta (ουσ αρσ και θηλ.)
gambale (ουσ αρσ )
gambalunga (ουσ αρσ και θηλ.)
gambecchio (ουσ αρσ )
gamberetto (ουσ αρσ )
gambero (ουσ αρσ )
gamberone (ουσ αρσ )
gambetta (θηλ.ουσ)
gambetto (ουσ αρσ )
gambiera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---