Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgàmba
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈgamba] η κνήμη, η γάμπα (di tavolo) το πόδι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαaccavallare le gambe = σταυρώνω τα πόδια || allungare le gambe [θηλ. πλυθ.] = απλώνω τα πόδια || avere una gamba ingessata = έχω το πόδι στο γύψο || con la coda tra le gambe = με την ούρα στα σκέλια || in gamba = άξιος [-α, -ο] || sgranchirsi le gambe = τεντώνω τα πόδια Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |