Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gàmba  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgamba]

η κνήμη, η γάμπα (di tavolo) το πόδι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  galvanotipista gambacorta  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


accavallare le gambe = σταυρώνω τα πόδια || allungare le gambe [θηλ. πλυθ.] = απλώνω τα πόδια || avere una gamba ingessata = έχω το πόδι στο γύψο || con la coda tra le gambe = με την ούρα στα σκέλια || in gamba = άξιος [-α, -ο] || sgranchirsi le gambe = τεντώνω τα πόδια


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

galvanoscopio (ουσ αρσ )
galvanostegia (θηλ.ουσ)
galvanostegista (ουσ αρσ και θηλ.)
galvanotipia (θηλ.ουσ)
galvanotipista (ουσ αρσ και θηλ.)
gamba (θηλ.ουσ)
gambacorta (ουσ αρσ και θηλ.)
gambale (ουσ αρσ )
gambalunga (ουσ αρσ και θηλ.)
gambecchio (ουσ αρσ )
gamberetto (ουσ αρσ )
gambero (ουσ αρσ )
gamberone (ουσ αρσ )
gambetta (θηλ.ουσ)
gambetto (ουσ αρσ )
gambiera (θηλ.ουσ)
gambizzare (ρ. μτβ.)
gambo (ουσ αρσ )
gamella (θηλ.ουσ)
gamete (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---