Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gàmbo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgambo]

το κοτσάνι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gambizzare gamella  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gamberone (ουσ αρσ )
gambetta (θηλ.ουσ)
gambetto (ουσ αρσ )
gambiera (θηλ.ουσ)
gambizzare (ρ. μτβ.)
gambo (ουσ αρσ )
gamella (θηλ.ουσ)
gamete (ουσ αρσ )
gametogenesi (θηλ.ουσ)
gamia (θηλ.ουσ)
gamico (επίθ.)
gamma (θηλ.ουσ)
gammaglobulina (θηλ.ουσ)
gammaterapia (θηλ.ουσ)
gamopetalo (επίθ.)
gamosepalo (επίθ.)
ganascia (θηλ.ουσ)
gancetto (ουσ αρσ )
gancio (ουσ αρσ )
ganga (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---