Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gancétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ganˈʧetto]

αγκίστρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ganascia gancio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gammaglobulina (θηλ.ουσ)
gammaterapia (θηλ.ουσ)
gamopetalo (επίθ.)
gamosepalo (επίθ.)
ganascia (θηλ.ουσ)
gancetto (ουσ αρσ )
gancio (ουσ αρσ )
ganga (θηλ.ουσ)
Gange (κύρ.όν. αρσ.)
ganghero (ουσ αρσ )
gangliare (επίθ.)
gangliforme (επίθ.)
ganglio (ουσ αρσ )
ganglioma (ουσ αρσ )
gangrena (θηλ.ουσ)
gangrenoso (αρσ. επίθ και ουσ)
gangsterismo (ουσ αρσ )
ganimede (ουσ αρσ )
ganza (θηλ.ουσ)
ganzo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---