Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gangrèna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ganˈgrɛna]

1 κοινωνική πληγή (μεταφορικά)
2 γάγγραινα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ganglioma gangrenoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ganghero (ουσ αρσ )
gangliare (επίθ.)
gangliforme (επίθ.)
ganglio (ουσ αρσ )
ganglioma (ουσ αρσ )
gangrena (θηλ.ουσ)
gangrenoso (αρσ. επίθ και ουσ)
gangsterismo (ουσ αρσ )
ganimede (ουσ αρσ )
ganza (θηλ.ουσ)
ganzo (αρσ. επίθ και ουσ)
gara (θηλ.ουσ)
garage (ουσ αρσ )
garagista (ουσ αρσ και θηλ.)
garante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
garantire (ρ. μτβ.)
garantirsi (ρ. μ. αμτβ.)
garantismo (ουσ αρσ )
garantista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
garantito (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---