Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


garantìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [garanˈtire]

εγγυούμαι, εγγυώμαι

garantìrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [garanˈtirsi]

ασφαλίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  garante garantismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ganzo (αρσ. επίθ και ουσ)
gara (θηλ.ουσ)
garage (ουσ αρσ )
garagista (ουσ αρσ και θηλ.)
garante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
garantire (ρ. μτβ.)
garantirsi (ρ. μ. αμτβ.)
garantismo (ουσ αρσ )
garantista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
garantito (αρσ. επίθ και ουσ)
garanzia (θηλ.ουσ)
garbare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
garbatamente (επίρ.)
garbatezza (θηλ.ουσ)
garbato (επίθ.)
garbino (ουσ αρσ )
garbo (ουσ αρσ )
garbuglio (ουσ αρσ )
garconne (θηλ.ουσ)
garconniere (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---