Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgarbùglio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [garˈbuʎʎo] 1 μπλέξιμο 2 μπέρδεμα 3 ανακατωσούρα 4 κυκεώνας 5 σύγχυση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |