Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gangsterìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [gangsteˈrizmo], [gengsteˈrizmo], [gensteˈrizmo]

γκαγκστερισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gangrenoso ganimede  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gangliforme (επίθ.)
ganglio (ουσ αρσ )
ganglioma (ουσ αρσ )
gangrena (θηλ.ουσ)
gangrenoso (αρσ. επίθ και ουσ)
gangsterismo (ουσ αρσ )
ganimede (ουσ αρσ )
ganza (θηλ.ουσ)
ganzo (αρσ. επίθ και ουσ)
gara (θηλ.ουσ)
garage (ουσ αρσ )
garagista (ουσ αρσ και θηλ.)
garante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
garantire (ρ. μτβ.)
garantirsi (ρ. μ. αμτβ.)
garantismo (ουσ αρσ )
garantista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
garantito (αρσ. επίθ και ουσ)
garanzia (θηλ.ουσ)
garbare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---