Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgànglio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈgangljo] 1 ζωτικό θέμα 2 λεμφαδένας 3 γάγγλιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |