Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgànga
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈganga] 1 συμμορία 2 σπείρα (κακοποιών) 3 ορυκτό περιέχον πολύτιμο μέταλλο 4 πάπια Pterocles alchata permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |