Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gamosèpalo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,gamoˈsɛpalo]

γαμοσέπαλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gamopetalo ganascia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gamico (επίθ.)
gamma (θηλ.ουσ)
gammaglobulina (θηλ.ουσ)
gammaterapia (θηλ.ουσ)
gamopetalo (επίθ.)
gamosepalo (επίθ.)
ganascia (θηλ.ουσ)
gancetto (ουσ αρσ )
gancio (ουσ αρσ )
ganga (θηλ.ουσ)
Gange (κύρ.όν. αρσ.)
ganghero (ουσ αρσ )
gangliare (επίθ.)
gangliforme (επίθ.)
ganglio (ουσ αρσ )
ganglioma (ουσ αρσ )
gangrena (θηλ.ουσ)
gangrenoso (αρσ. επίθ και ουσ)
gangsterismo (ουσ αρσ )
ganimede (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---