Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gambalùnga  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,gambaˈlunga]

μακρυκάνης άνθρωπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gambale gambecchio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

galvanotipia (θηλ.ουσ)
galvanotipista (ουσ αρσ και θηλ.)
gamba (θηλ.ουσ)
gambacorta (ουσ αρσ και θηλ.)
gambale (ουσ αρσ )
gambalunga (ουσ αρσ και θηλ.)
gambecchio (ουσ αρσ )
gamberetto (ουσ αρσ )
gambero (ουσ αρσ )
gamberone (ουσ αρσ )
gambetta (θηλ.ουσ)
gambetto (ουσ αρσ )
gambiera (θηλ.ουσ)
gambizzare (ρ. μτβ.)
gambo (ουσ αρσ )
gamella (θηλ.ουσ)
gamete (ουσ αρσ )
gametogenesi (θηλ.ουσ)
gamia (θηλ.ουσ)
gamico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---