Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgaloppìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [galopˈpino] 1 κλητήρας 2 ψηφοθήρας 3 θεληματάρης 4 παιδί για θελήματα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |