Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


galvanocàustica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [gal,vanoˈkawstika]

1 γαλβανοκαυτηριασμός
2 γαλβανικός καυτηριασμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  galvanizzazione galvanocauterio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

galoppo (ουσ αρσ )
galvanico (επίθ.)
galvanismo (ουσ αρσ )
galvanizzare (ρ. μτβ.)
galvanizzazione (θηλ.ουσ)
galvanocaustica (θηλ.ουσ)
galvanocauterio (ουσ αρσ )
galvanometria (θηλ.ουσ)
galvanometrico (επίθ.)
galvanometro (ουσ αρσ )
galvanoplastica (θηλ.ουσ)
galvanoplastico (επίθ.)
galvanoscopio (ουσ αρσ )
galvanostegia (θηλ.ουσ)
galvanostegista (ουσ αρσ και θηλ.)
galvanotipia (θηλ.ουσ)
galvanotipista (ουσ αρσ και θηλ.)
gamba (θηλ.ουσ)
gambacorta (ουσ αρσ και θηλ.)
gambale (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---