Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gallóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [galˈlone]

1 πλεξούδα
2 γαλόνι (μονάδα όγκου ίση με 4.545 λίτρα)
3 σιρίτι
4 γαλόνι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gallonato gallozzola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gallomane (ουσ αρσ και θηλ.)
gallomania (θηλ.ουσ)
gallonare (ρ. μτβ.)
gallonato (ουσ αρσ )
gallonato (επίθ.)
gallone (ουσ αρσ )
gallozzola (θηλ.ουσ)
galoche (θηλ.ουσ)
galoppante (επίθ.)
galoppare (ρ.αμτβ.)
galoppata (θηλ.ουσ)
galoppatoio (ουσ αρσ )
galoppatore (ουσ αρσ )
galoppino (ουσ αρσ )
galoppo (ουσ αρσ )
galvanico (επίθ.)
galvanismo (ουσ αρσ )
galvanizzare (ρ. μτβ.)
galvanizzazione (θηλ.ουσ)
galvanocaustica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---