Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gallinàceo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [galliˈnaʧeo]

ορνιθοειδής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gallinaccio gallinella  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gallicano (επίθ.)
gallicismo (ουσ αρσ )
gallico (επίθ.)
gallina (θηλ.ουσ)
gallinaccio (ουσ αρσ )
gallinaceo (αρσ. επίθ και ουσ)
gallinella (θηλ.ουσ)
gallio (ουσ αρσ )
gallismo (ουσ αρσ )
gallo (ουσ αρσ )
gallofilia (θηλ.ουσ)
gallofilo (αρσ. επίθ και ουσ)
gallofobia (θηλ.ουσ)
gallofobo (αρσ. επίθ και ουσ)
gallomane (ουσ αρσ και θηλ.)
gallomania (θηλ.ουσ)
gallonare (ρ. μτβ.)
gallonato (ουσ αρσ )
gallonato (επίθ.)
gallone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---