Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gàlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgalla]

1 φούσκα φυτικού ιστού
2 κηκίδα
3 κυστίδιο
4 φλύκταινα
5 κυψελίδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  galiziano gallare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


stare a galla = επιπλέω || venire a galla = βγαίνω στην επιφάνεια


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

galilea (θηλ.ουσ)
galileiano (αρσ. επίθ και ουσ)
galileo (αρσ. επίθ και ουσ)
Galizia (κύρ.όν. θηλ.)
galiziano (αρσ. επίθ και ουσ)
galla (θηλ.ουσ)
gallare (ρ. μτβ.)
gallato (επίθ.)
galleggiabilità (θηλ.ουσ)
galleggiamento (ουσ αρσ )
galleggiante (ουσ αρσ )
galleggiante (επίθ.)
galleggiare (ρ.αμτβ.)
galleria (θηλ.ουσ)
galleria (θηλ.ουσ)
gallerista (ουσ αρσ και θηλ.)
Galles (ουσ αρσ )
gallese (ουσ αρσ )
gallese (επίθ.)
galletta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---