ItalianoGreco


gàlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgalla]

1 φούσκα φυτικού ιστού
2 κηκίδα
3 κυστίδιο
4 φλύκταινα
5 κυψελίδα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


stare a galla = επιπλέω || venire a galla = βγαίνω στην επιφάνεια



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---