Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


galilèa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [galiˈlɛa]

Γαλιλαία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  galestro galileiano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

galeotta (θηλ.ουσ)
galeotto (ουσ αρσ )
galera (θηλ.ουσ)
galero (ουσ αρσ )
galestro (ουσ αρσ )
galilea (θηλ.ουσ)
galileiano (αρσ. επίθ και ουσ)
galileo (αρσ. επίθ και ουσ)
Galizia (κύρ.όν. θηλ.)
galiziano (αρσ. επίθ και ουσ)
galla (θηλ.ουσ)
gallare (ρ. μτβ.)
gallato (επίθ.)
galleggiabilità (θηλ.ουσ)
galleggiamento (ουσ αρσ )
galleggiante (ουσ αρσ )
galleggiante (επίθ.)
galleggiare (ρ.αμτβ.)
galleria (θηλ.ουσ)
galleria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---