Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgalleggiabilità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [galledʤabiliˈta] 1 άνωση 2 ικανότητα γρήγορης επανάκαμψης 3 πλευστότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |