Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


galeopitèco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [galeopiˈtɛko]

ιπτάμενο λεμούριο (πίθηκος) Galeopithecus volans


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  galeone galeotta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

galena (θηλ.ουσ)
galenico (επίθ.)
Galeno (κύρ.όν. αρσ.)
galeo (ουσ αρσ )
galeone (ουσ αρσ )
galeopiteco (ουσ αρσ )
galeotta (θηλ.ουσ)
galeotto (ουσ αρσ )
galera (θηλ.ουσ)
galero (ουσ αρσ )
galestro (ουσ αρσ )
galilea (θηλ.ουσ)
galileiano (αρσ. επίθ και ουσ)
galileo (αρσ. επίθ και ουσ)
Galizia (κύρ.όν. θηλ.)
galiziano (αρσ. επίθ και ουσ)
galla (θηλ.ουσ)
gallare (ρ. μτβ.)
gallato (επίθ.)
galleggiabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---