ItalianoGreco


galantuòmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [galanˈtwɔmo]

1 άρχοντας
2 τζέντλεμαν
3 γαλαντόμος άνθρωπος
4 άνθρωπος με ευγενικούς τρόπους
5 τίμιος άνθρωπος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---