Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgagliòffo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [gaʎˈʎɔffo] 1 σκιτζής 2 άγαρμπος άνθρωπος 3 μπουνταλάς 4 σερσέμης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |