Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgabbióne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [gabˈbjone] 1 κλούβα 2 εδώλιο κατηγορουμένου 3 μεγάλη καλάθα από λυγαριά με την οποία μετέφεραν υλικά χτισίματος 4 μεγάλο ανοικτό κιβώτιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |