Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gabellàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [gabelˈlare]

1 χάβω (μεταφορικά)
2 περνώ κάποιον για κάποιον άλλο
3 δασμολογώ
4 επιβάλλω τέλη ή διόδια
5 πιστεύω κάτι για αληθινό
6 φορολογώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gabella gabelliere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gabbiere (ουσ αρσ )
gabbione (ουσ αρσ )
gabbo (ουσ αρσ )
gabbro (ουσ αρσ )
gabella (θηλ.ουσ)
gabellare (ρ. μτβ.)
gabelliere (ουσ αρσ )
gabinetto (ουσ αρσ )
Gabriele (κύρ.όν. αρσ.)
Gabriella (κύρ.όν. θηλ.)
gadidi (ουσ αρσ πληθ.)
gadolinio (ουσ αρσ )
gadolinite (θηλ.ουσ)
gaelico (ουσ αρσ )
gaelico (επίθ.)
gaffa (θηλ.ουσ)
gaffe (θηλ.ουσ)
gagà (ουσ αρσ )
gagate (θηλ.ουσ)
gaggia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---