ItalianoGreco


gabellàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [gabelˈlare]

1 χάβω (μεταφορικά)
2 περνώ κάποιον για κάποιον άλλο
3 δασμολογώ
4 επιβάλλω τέλη ή διόδια
5 πιστεύω κάτι για αληθινό
6 φορολογώ


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---