Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esponenziàle (επίθ.) esprimersi (ρ.μ. (αντων.))
espórre (ρ. μτβ.) esprimìbile (επίθ.)
esporsi (ρ.μ. (αντων.)) espropriàre (ρ. μτβ.)
esportàbile (επίθ.) espropriazióne (θηλ.ουσ)
esportàre (ρ. μτβ.) espròprio (ουσ αρσ )
esportatóre (ουσ αρσ ) espugnàbile (επίθ.)
esportatóre (επίθ.) espugnàre (ρ. μτβ.)
esportazióne (θηλ.ουσ) espugnatóre (ουσ αρσ )
esposìmetro (ουσ αρσ ) espugnazióne (θηλ.ουσ)
espositìvo (επίθ.) espulsióne (θηλ.ουσ)
espositóre (ουσ αρσ ) espulsìvo (επίθ.)
espositóre (επίθ.) espùlso (αρσ. επίθ και ουσ)
esposizióne (θηλ.ουσ) espulsóre (ουσ αρσ )
espósto, espòsto (ουσ αρσ ) espùngere (ρ. μτβ.)
espósto, espòsto (επίθ.) espunzióne (θηλ.ουσ)
espressaménte (επίρ.) espurgàre (ρ. μτβ.)
espressióne (θηλ.ουσ) espurgatóre (ουσ αρσ )
espressionìsmo (ουσ αρσ ) espurgazióne (θηλ.ουσ)
espressionìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) esquimése (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
espressionìstico (επίθ.) éssa (προσωπ. αντων.)
espressività (θηλ.ουσ) èsse (ουσ αρσ και θηλ.)
espressìvo (επίθ.) ésse (προσωπ. αντων.)
esprèsso (ουσ αρσ ) essènza (θηλ.ουσ)
esprèsso (επίθ.) essenziàle (ουσ αρσ )
esprìmere (ρ. μτβ.) essenziàle (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: