Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

verticalìsmo (ουσ αρσ ) véscovo (ουσ αρσ )
verticalità (θηλ.ουσ) vèspa (θηλ.ουσ)
vèrtice (ουσ αρσ ) vespàio (ουσ αρσ )
verticillàto (επίθ.) vespasiàno (ουσ αρσ )
verticìllo (ουσ αρσ ) vèspero (ουσ αρσ )
verticìstico (επίθ.) vespertìlio (ουσ αρσ )
vertìgine (θηλ.ουσ) vespertìllo (ουσ αρσ )
vertiginóso (επίθ.) vespertìno (επίθ.)
verve (θηλ.ουσ) vespìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
vérza (θηλ.ουσ) vèspro (ουσ αρσ )
verzellìno (ουσ αρσ ) vessàre (ρ. μτβ.)
verzière (ουσ αρσ ) vessatóre (ουσ αρσ )
verzùra (θηλ.ουσ) vessatòrio (επίθ.)
véscia (θηλ.ουσ) vessazióne (θηλ.ουσ)
vescìca (θηλ.ουσ) vessillìfero (ουσ αρσ )
vescicàle (επίθ.) vessìllo (ουσ αρσ )
vescicànte (αρσ. επίθ και ουσ) vestàglia (θηλ.ουσ)
vescicatòrio (επίθ.) vestagliétta (θηλ.ουσ)
vescicazióne (επίθ.) vestàle (θηλ.ουσ)
vescichétta (θηλ.ουσ) vèste (θηλ.ουσ)
vescìcola (θηλ.ουσ) vestiàrio (ουσ αρσ )
vescicolàre (επίθ.) vestiarìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
vescovàdo (ουσ αρσ ) vestibolàre (επίθ.)
vescovàto (ουσ αρσ ) vestìbolo (ουσ αρσ )
vescovìle (επίθ.) vestìgio (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: