Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vestìbolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vesˈtibolo]

1 στόμιο ουρήθρας
2 αίθουσα εσωτερικού αυτιού
3 κώνος αορτικός
4 τμήμα στόματος έξω από ούλα
5 λαβύρινθος αυτιού
6 κλειστός διάδρομος τρένου
7 αίθουσα
8 πρόδομος
9 προθάλαμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vestibolare vestigio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vestale (θηλ.ουσ)
veste (θηλ.ουσ)
vestiario (ουσ αρσ )
vestiarista (ουσ αρσ και θηλ.)
vestibolare (επίθ.)
vestibolo (ουσ αρσ )
vestigio (ουσ αρσ )
vestimento (ουσ αρσ )
vestina (θηλ.ουσ)
vestire (ρ. μτβ.)
vestirsi (ρ.μ. (αντων.))
vestito (ουσ αρσ )
vestito (επίθ.)
vestitura (θηλ.ουσ)
vestizione (θηλ.ουσ)
vesuviana (θηλ.ουσ)
vesuvianite (θηλ.ουσ)
Vesuvio (κύρ.όν. αρσ.)
veterano (ουσ αρσ )
veterinaria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---