ItalianoGreco


vestìto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vesˈtito]

1 το ένδυμα
2 (da donna) το φόρεμα
3 (da uomo) το κοστούμι

vestìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [vesˈtito]

ντυμένος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


i vestiti [αρσ. πλυθ.] = τα ρούχα || vestiti [αρσ. πλυθ.] di tutti i giorni = τα πρόχειρα ρούχα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---