Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vestitùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [vestiˈtura]

1 ντύσιμο
2 ένδυση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vestito vestizione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vestina (θηλ.ουσ)
vestire (ρ. μτβ.)
vestirsi (ρ.μ. (αντων.))
vestito (ουσ αρσ )
vestito (επίθ.)
vestitura (θηλ.ουσ)
vestizione (θηλ.ουσ)
vesuviana (θηλ.ουσ)
vesuvianite (θηλ.ουσ)
Vesuvio (κύρ.όν. αρσ.)
veterano (ουσ αρσ )
veterinaria (θηλ.ουσ)
veterinario (ουσ αρσ )
veto (ουσ αρσ )
vetraio (ουσ αρσ )
vetrame (ουσ αρσ )
vetrario (επίθ.)
vetrata (θηλ.ουσ)
vetrato (ουσ αρσ )
vetrato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---