Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Vesùvio  
κύριο όνομα αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [veˈzuvjo]

Βεζούβιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vesuvianite veterano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vestito (επίθ.)
vestitura (θηλ.ουσ)
vestizione (θηλ.ουσ)
vesuviana (θηλ.ουσ)
vesuvianite (θηλ.ουσ)
Vesuvio (κύρ.όν. αρσ.)
veterano (ουσ αρσ )
veterinaria (θηλ.ουσ)
veterinario (ουσ αρσ )
veto (ουσ αρσ )
vetraio (ουσ αρσ )
vetrame (ουσ αρσ )
vetrario (επίθ.)
vetrata (θηλ.ουσ)
vetrato (ουσ αρσ )
vetrato (επίθ.)
vetreria (θηλ.ουσ)
vetrice (ουσ αρσ και θηλ.)
vetrificabile (επίθ.)
vetrificante (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---