Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvestìgio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [vesˈtiʤo] 1 πάτημα 2 ίχνος ποδιού 3 ερείπια 4 ίχνος 5 πατημασιά 6 πατησιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |