ItalianoGreco


vèste  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvɛste]

1 χωρητικότητα
2 περίβλημα
3 εξουσία
4 ικανότητα
5 ενδυμασία
6 ρούχο
7 φουστάνι
8 ένδυμα
9 εσθήτα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---