Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vestagliétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [vestaʎˈʎetta]

ρούχο του σπιτιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vestaglia vestale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vessatorio (επίθ.)
vessazione (θηλ.ουσ)
vessillifero (ουσ αρσ )
vessillo (ουσ αρσ )
vestaglia (θηλ.ουσ)
vestaglietta (θηλ.ουσ)
vestale (θηλ.ουσ)
veste (θηλ.ουσ)
vestiario (ουσ αρσ )
vestiarista (ουσ αρσ και θηλ.)
vestibolare (επίθ.)
vestibolo (ουσ αρσ )
vestigio (ουσ αρσ )
vestimento (ουσ αρσ )
vestina (θηλ.ουσ)
vestire (ρ. μτβ.)
vestirsi (ρ.μ. (αντων.))
vestito (ουσ αρσ )
vestito (επίθ.)
vestitura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---