vestiàrio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [vesˈtjarjo]
1 ιματιοθήκη
2 ενδυματολόγιο
3 ρουχισμός
4 ντουλάπα
5 γκαρνταρόμπα
6 ιματιοφυλάκιο
7 βεστιάριο
8 ρούχα
9 ιματισμός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [vesˈtjarjo]
1 ιματιοθήκη
2 ενδυματολόγιο
3 ρουχισμός
4 ντουλάπα
5 γκαρνταρόμπα
6 ιματιοφυλάκιο
7 βεστιάριο
8 ρούχα
9 ιματισμός
permalink
vestiario (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android