Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

urbanìsta (ουσ αρσ και θηλ.) urgènte (επίθ.)
urbanìstica (θηλ.ουσ) urgenteménte (επίρ.)
urbanìstico (επίθ.) urgènza (θηλ.ουσ)
urbanità (θηλ.ουσ) ùrgere (ρ.αμτβ.)
urbanizzàre (ρ. μτβ.) ùrgere (ρ. μτβ.)
urbanizzazióne (θηλ.ουσ) ùri, urì (θηλ.ουσ)
urbàno (επίθ.) ùria (θηλ.ουσ)
ùrbe (θηλ.ουσ) uricemìa (θηλ.ουσ)
urbinàte (ουσ αρσ ) ùrico (επίθ.)
urbinàte (επίθ.) urìna (θηλ.ουσ)
urèa, ùrea (θηλ.ουσ) urinàrio (επίθ.)
urèico (επίθ.) urinìfero (επίθ.)
uremìa (θηλ.ουσ) urlàre (ρ.αμτβ.)
urèmico (ουσ αρσ ) urlàta (θηλ.ουσ)
urèmico (επίθ.) urlatóre (ουσ αρσ )
urènte (αρσ. επίθ και ουσ) urlatóre (επίθ.)
uretàno (ουσ αρσ ) urlìo (ουσ αρσ )
uretère (ουσ αρσ ) ùrlo (ουσ αρσ )
ureterìte (θηλ.ουσ) urlóne (ουσ αρσ )
urètra, ùretra (θηλ.ουσ) ùrna (θηλ.ουσ)
uretràle (επίθ.) ùro (ουσ αρσ )
uretrìte (θηλ.ουσ) urobilìna (θηλ.ουσ)
uretroscopìa (θηλ.ουσ) urodèlo (ουσ αρσ )
uretroscòpico (ουσ αρσ πληθ.) urogàllo (ουσ αρσ )
uretroscòpio (ουσ αρσ ) urogenitàle (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: