Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

udìta (θηλ.ουσ) ufficiosaménte (επίρ.)
uditìvo (επίθ.) ufficiosità (θηλ.ουσ)
udìto (ουσ αρσ ) ufficióso (επίθ.)
udìto (επίθ.) uffìzio (ουσ αρσ )
uditòfono (ουσ αρσ ) ùfo (ουσ αρσ )
uditóre (ουσ αρσ ) ufologìa (θηλ.ουσ)
uditòrio (ουσ αρσ ) ufològico (επίθ.)
udometrìa (θηλ.ουσ) ufòlogo (ουσ αρσ )
udomètrico (επίθ.) ugandése (ουσ αρσ )
udòmetro (ουσ αρσ ) ugandése (επίθ.)
UE (ακρ.) ugèllo (ουσ αρσ )
uff (επιφ.) ùggia (θηλ.ουσ)
ùffa (επιφ.) uggiolàre (ρ.αμτβ.)
ufficiàle (ουσ αρσ ) uggiolìna (θηλ.ουσ)
ufficiàle (επίθ.) uggiolìo (ουσ αρσ )
ufficialità (θηλ.ουσ) uggiosaménte (επίρ.)
ufficializzàre (ρ. μτβ.) uggiosità (θηλ.ουσ)
ufficialménte (επίρ.) uggióso (αρσ. επίθ και ουσ)
ufficiànte (ουσ αρσ ) ugnatùra (θηλ.ουσ)
ufficiànte (επίθ.) Ùgo (κύρ.όν. αρσ.)
ufficiàre (ρ.αμτβ.) ùgola (θηλ.ουσ)
ufficiàre (ρ. μτβ.) ugonòtto (αρσ. επίθ και ουσ)
ufficiatóre (αρσ. επίθ και ουσ) ùgrico (αρσ. επίθ και ουσ)
ufficiatùra (θηλ.ουσ) ugrofìnnico, ugro–fìnnico (αρσ. επίθ και ουσ)
uffìcio (ουσ αρσ ) uguagliàbile (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: