Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

temùto (επίθ.) tendìna (θηλ.ουσ)
tenàce (επίθ.) tèndine (ουσ αρσ )
tenaceménte (επίρ.) tendìneo (επίθ.)
tenàcia (θηλ.ουσ) tendinìte (θηλ.ουσ)
tenacità (θηλ.ουσ) tendiscàrpe (ουσ αρσ )
tenàglia (θηλ.ουσ) tenditóre (αρσ. επίθ και ουσ)
tenàrio (αρσ. επίθ και ουσ) tendometro (ουσ αρσ )
tènda (θηλ.ουσ) tendóne (ουσ αρσ )
tendàggio (ουσ αρσ ) tendòpoli (θηλ.ουσ)
tendàle (ουσ αρσ ) tènebre (θηλ. ουσ πληθ.)
tendaletto (ουσ αρσ ) tenebrìa (θηλ.ουσ)
tendàme (ουσ αρσ ) tenebrone (ουσ αρσ )
tendènte (επίθ.) tenebróre (ουσ αρσ )
tendènza (θηλ.ουσ) tenebrosaménte (επίρ.)
tendenziàle (επίθ.) tenebrosità (θηλ.ουσ)
tendenziosaménte (επίρ.) tenebróso (αρσ. επίθ και ουσ)
tendenziosità (θηλ.ουσ) tenènte (ουσ αρσ )
tendenzióso (επίθ.) tenènza (θηλ.ουσ)
tender (ουσ αρσ ) teneraménte (επίρ.)
tèndere (ρ.αμτβ.) tenére (ρ.αμτβ.)
tèndere (ρ. μτβ.) tenére (ρ. μτβ.)
tendicaténa (ουσ αρσ ) tenérsi (ρ.αμτβ.)
tendicìnghia (ουσ αρσ ) tenerézza (θηλ.ουσ)
tendicòllo (ουσ αρσ ) tènero (ουσ αρσ )
tendifìlo (ουσ αρσ ) tènero (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: