Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

santóne (ουσ αρσ ) saponière (ουσ αρσ )
santonìna (θηλ.ουσ) saponièro (επίθ.)
santoréggia (θηλ.ουσ) saponificàbile (επίθ.)
Santorìno (κύρ.όν. θηλ.) saponificàre (ρ. μτβ.)
santuàrio (ουσ αρσ ) saponificatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
sanzionàre (ρ. μτβ.) saponificazióne (θηλ.ουσ)
sanzióne (θηλ.ουσ) saponifìcio (ουσ αρσ )
sapére (ουσ αρσ ) saponìna (θηλ.ουσ)
sapére (ρ.αμτβ.) saponìte (θηλ.ουσ)
sapére (ρ. μτβ.) saponóso (επίθ.)
sapidità (θηλ.ουσ) saporàccio (ουσ αρσ )
sàpido (επίθ.) sapóre (ουσ αρσ )
sapiènte (ουσ αρσ ) saporìre (ρ. μτβ.)
sapiènte (επίθ.) saporitaménte (επίρ.)
sapienteménte (επίρ.) saporìto (επίθ.)
sapientóne (αρσ. επίθ και ουσ) saporosità (θηλ.ουσ)
sapiènza (θηλ.ουσ) saporóso (επίθ.)
saponàceo (επίθ.) sapòta (θηλ.ουσ)
saponàio (ουσ αρσ ) sapotìglia (θηλ.ουσ)
saponària (θηλ.ουσ) sapròfago (επίθ.)
saponàrio (επίθ.) saprofitìsmo (ουσ αρσ )
saponàta (θηλ.ουσ) sapròfito (επίθ.)
sapóne (ουσ αρσ ) sapropèlico (επίθ.)
saponétta (θηλ.ουσ) saputèllo (αρσ. επίθ και ουσ)
saponièra (θηλ.ουσ) sapùto (αρσ. επίθ και ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: