Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sapùto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [saˈputo]

1 εξυπνάκιας
2 εγγράμματος
3 γνωστός
4 φαντασμένος
5 πολυμαθής
6 μορφωμένος
7 κατατοπισμένος
8 πασίγνωστος
9 σχολαστικός
10 λόγιος
11 εκπαιδευμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  saputello sarabanda  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saprofago (επίθ.)
saprofitismo (ουσ αρσ )
saprofito (επίθ.)
sapropelico (επίθ.)
saputello (αρσ. επίθ και ουσ)
saputo (αρσ. επίθ και ουσ)
sarabanda (θηλ.ουσ)
saracco (ουσ αρσ )
saraceno (ουσ αρσ )
saraceno (επίθ.)
saracinesca (θηλ.ουσ)
sarago (ουσ αρσ )
Saragozza (κύρ.όν. θηλ.)
sarcasmo (ουσ αρσ )
sarcasticamente (επίρ.)
sarcastico (επίθ.)
sarchiare (ρ. μτβ.)
sarchiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sarchiatrice (θηλ.ουσ)
sarchiatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---