Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


saracèno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [saraˈʧɛno]

Σαρακηνός

saracèno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [saraˈʧɛno]

σαρακήνικος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  saracco saracinesca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sapropelico (επίθ.)
saputello (αρσ. επίθ και ουσ)
saputo (αρσ. επίθ και ουσ)
sarabanda (θηλ.ουσ)
saracco (ουσ αρσ )
saraceno (ουσ αρσ )
saraceno (επίθ.)
saracinesca (θηλ.ουσ)
sarago (ουσ αρσ )
Saragozza (κύρ.όν. θηλ.)
sarcasmo (ουσ αρσ )
sarcasticamente (επίρ.)
sarcastico (επίθ.)
sarchiare (ρ. μτβ.)
sarchiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sarchiatrice (θηλ.ουσ)
sarchiatura (θηλ.ουσ)
sarchiellare (ρ. μτβ.)
sarchiello (ουσ αρσ )
sarchio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---