Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sarchièllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sarˈkjɛllo]

1 τσάπα
2 αξίνα
3 σκαλιστήρι
4 σκαπάνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sarchiellare sarchio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sarchiare (ρ. μτβ.)
sarchiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sarchiatrice (θηλ.ουσ)
sarchiatura (θηλ.ουσ)
sarchiellare (ρ. μτβ.)
sarchiello (ουσ αρσ )
sarchio (ουσ αρσ )
sarcofaga (θηλ.ουσ)
sarcofago (ουσ αρσ )
sarcoide (ουσ αρσ )
sarcoidosi (θηλ.ουσ)
sarcolemma (ουσ αρσ )
sarcoma (ουσ αρσ )
sarcomatosi (θηλ.ουσ)
sarcomatoso (αρσ. επίθ και ουσ)
sarcoplasma (ουσ αρσ )
sarcrauti (ουσ αρσ πληθ.)
sarda (θηλ.ουσ)
sardana (θηλ.ουσ)
sardanapalesco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---