Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsarcoplàsma
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,sarkoˈplazma] 1 σαρκόπλασμα 2 κυτταρόπλασμα ραβδωτού μυός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |