Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsardònica
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sarˈdɔnika] σαρδόνυξ (ημιπολύτιμος λίθος) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |