Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sarmàtico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sarˈmatiko]

κάτοικος της Σαρματίας

sarmàtico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sarˈmatiko]

ο της Σαρματίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sariga Sarmazia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sardonicamente (επίρ.)
sardonico (επίθ.)
sargasso (ουσ αρσ )
sari (ουσ αρσ )
sariga (θηλ.ουσ)
sarmatico (ουσ αρσ )
sarmatico (επίθ.)
Sarmazia (κύρ.όν. θηλ.)
sarong (ουσ αρσ )
saros (ουσ αρσ )
sarta (θηλ.ουσ)
sartia (θηλ.ουσ)
sartiame (ουσ αρσ )
sartiare (ρ. μτβ.)
sartina (θηλ.ουσ)
sartiola (θηλ.ουσ)
sarto (ουσ αρσ )
sartoria (θηλ.ουσ)
sartoriale (επίθ.)
sartorio (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---