Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sàrto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsarto]

ο ράφτης, η ράφτρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sartiola sartoria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sartia (θηλ.ουσ)
sartiame (ουσ αρσ )
sartiare (ρ. μτβ.)
sartina (θηλ.ουσ)
sartiola (θηλ.ουσ)
sarto (ουσ αρσ )
sartoria (θηλ.ουσ)
sartoriale (επίθ.)
sartorio (αρσ. επίθ και ουσ)
sassafrasso (ουσ αρσ )
sassaia (θηλ.ουσ)
sassaiola (θηλ.ουσ)
sassaiolo (επίθ.)
sassarese (ουσ αρσ )
sassarese (επίθ.)
sassata (θηλ.ουσ)
sassatile (επίθ.)
sassella (ουσ αρσ )
sassello (ουσ αρσ )
sasseo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---