Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sassarése  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sassaˈrese], [sassaˈreze]

1 διάλεκτος του Σάσαρι
2 κάτοικος του Σάσαρι

sassarése  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sassaˈrese], [sassaˈreze]

ο του Σάσαρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sassaiolo sassata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sartorio (αρσ. επίθ και ουσ)
sassafrasso (ουσ αρσ )
sassaia (θηλ.ουσ)
sassaiola (θηλ.ουσ)
sassaiolo (επίθ.)
sassarese (ουσ αρσ )
sassarese (επίθ.)
sassata (θηλ.ουσ)
sassatile (επίθ.)
sassella (ουσ αρσ )
sassello (ουσ αρσ )
sasseo (επίθ.)
sasseto (ουσ αρσ )
sassifraga (θηλ.ουσ)
sasso (ουσ αρσ )
sassofonista (ουσ αρσ και θηλ.)
sassofono (ουσ αρσ )
sassola (θηλ.ουσ)
sassolino (ουσ αρσ )
sassone (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---